- υπεισέρχομαι
- ὑπεισέρχομαι ΝΜΑ1. εισέρχομαι κάπου κρυφά, εισδύω επιτήδεια, μπαίνω χωρίς να γίνω αντιληπτός, εισχωρώ απαρατήρητος2. υποκαθιστώ, αναπληρώνω κάποιον, οικειοποιούμαι τη θέση ή τα δικαιώματά τουνεοελλ.μτφ. παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαιμσν.-αρχ.1. διαδέχομαι2. επηρεάζω, πείθω («εἴτε διὰ χρημάτων εἴτε διὰ τῆς ἀθέου αὐτῶν θρησκείας, κακῶσαι τοὺς χριστιανούς», Μάρκ. Δ.)αρχ.1. (για σκέψη) έρχομαι στον νου κάποιου2. αναλαμβάνω («πρᾱον σχῆμ' ὑπεισελθών», Μέν.).
Dictionary of Greek. 2013.